- οπιούχος
- -α, -ο1. αυτός που περιέχει όπιο2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οπιούχαφαρμακευτικά σκευάσματα που περιέχουν όπιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < όπιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο περιοδικό Φοίδος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.